addict
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
addict | addicts |
addict (en)
- που είναι εθισμένος σε κάποια ουσία
- εξαρτημένος, που είναι τρελός οπαδός ή που ασχολείται υπερβολική ώρα με κάτι
- ↪ All my friends are video games addicts but I don't play so much
- Όλοι οι φίλοι μου είναι εξαρτημένοι από τα βιντεοπαιχνίδια αλλά εγώ δεν παίζω τόσο πολύ.
- ↪ All my friends are video games addicts but I don't play so much
Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
addict (en)
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
addict (fr)