εξαρτημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαρτημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξαρτώ, εξαρτιέμαι και εξαρτώμαι
Μετοχή
επεξεργασίαεξαρτημένος, -η, -ο
- που εξαρτάται, δεν είναι αυτόνομος, αυτοτελής, αυτοδύναμος
- εξαρτημένη πρόταση / εξαρτημένα κράτη / εξαρτημένες οικονομίες / εξαρτημένη προσωπικότητα
- → δείτε τη λέξη εξαρτώμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαρτημένος αρσενικό