dependent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | dependent |
συγκριτικός | more dependent |
υπερθετικός | most dependent |
dependent (en)
- εξαρτημένος, εξαρτώμενος, κάποιος που εξαρτάται κάτι
- ⮡ dependent variable - εξαρτημένη μεταβλητή
- ⮡ Small children are dependent on their parents.
- Τα μικρά παιδιά είναι εξαρτημένα από τους γονείς του.
- ≈ συνώνυμα: reliant
- ≠ αντώνυμα: independent
- (γραμματική) η εξαρτημένη (ή δευτερεύουσα) πρόταση
- → δείτε τη λέξη dependent clause
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dependent | dependents |
dependent (en)
- (ΗΠΑ) το εξαρτώμενο άτομο, που εξαρτάται από κάτι για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του
- ⮡ For the determination of family status, the number of dependents are used.
- Για τον προσδιορισμό της οικογενειακής κατάστασης, του αριθμού των εξαρτώμενων μελών χρησιμοποιούνται.
- ⮡ For the determination of family status, the number of dependents are used.
Συγγενικά
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdependent (ro)