depend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | depend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depends |
αόριστος | depended |
παθητική μετοχή | depended |
ενεργητική μετοχή | depending |
Ρήμα
επεξεργασίαdepend (en)
- → δείτε το phrasal verbs depend on και depend upon
ενεστώτας | depend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depends |
αόριστος | depended |
παθητική μετοχή | depended |
ενεργητική μετοχή | depending |
depend (en)