ενεστώτας depend on
γ΄ ενικό ενεστώτα depends on
αόριστος depended on
παθητική μετοχή depended on
ενεργητική μετοχή depending on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
depend on < → δείτε τις λέξεις depend και on

depend on (en)

  1. βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι και μπορώ να τον εμπιστεύομαι
    ⮡  You can depend on me.
    Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
    ⮡  He is not a man to depend on.
    Δεν είναι άνθρωπος να βασιστείς.
  2. είμαι βέβαιος για κάτι ή περιμένω ότι κάτι θα συμβεί
    ⮡  He will refuse to help, you can depend on it.
    Θ' αρνηθεί να βοηθήσει, να είσαι βέβαιος γι' αυτό.
  3. εξαρτώμαι από, βασίζομαι σε, χρειάζομαι χρήματα, βοήθεια κτλ. από κάποιον ή κάτι άλλο για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  My child depends on me.
    Το παιδί μου εξαρτάται από εμένα.
    ⮡  I am depending on your help.
    Βασίζομαι στη βοήθειά σου.
  4. εξαρτώμαι από, ανάλογα με, επηρεάζεται ή αποφασίζεται από κάτι
    ⮡  The success of our picnic depends on the weather.
    Η επιτυχία της εκδρομής μας εξαρτάται από τον καιρό.
    ⮡  It all/that depends.
    (Αυτό) εξαρτάται.
    ⮡  The movable wall can change position depending on needs.
    Ο κινητός τοίχος μπορεί να αλλάξει θέση ανάλογα με τις ανάγκες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hinge on

Συνώνυμα

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία