depend on
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | depend on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | depends on |
αόριστος | depended on |
παθητική μετοχή | depended on |
ενεργητική μετοχή | depending on |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
depend on (en)
- βασίζομαι σε κάποιον ή κάτι και μπορώ να τον εμπιστεύομαι
- ↪ You can depend on me.
- Μπορείς να βασίζεσαι σε μένα.
- ↪ He is not a man to depend on.
- Δεν είναι άνθρωπος να βασιστείς.
- ↪ You can depend on me.
- είμαι βέβαιος για κάτι ή περιμένω ότι κάτι θα συμβεί
- ↪ He will refuse to help, you can depend on it.
- Θ' αρνηθεί να βοηθήσει, να είσαι βέβαιος γι' αυτό.
- ↪ He will refuse to help, you can depend on it.
- εξαρτώμαι από, βασίζομαι σε, χρειάζομαι χρήματα, βοήθεια κτλ. από κάποιον ή κάτι άλλο για συγκεκριμένο σκοπό
- ↪ My child depends on me.
- Το παιδί μου εξαρτάται από εμένα.
- ↪ I am depending on your help.
- Βασίζομαι στη βοήθειά σου.
- ↪ My child depends on me.
- εξαρτώμαι από, επηρεάζεται ή αποφασίζεται από κάτι
Συνώνυμα επεξεργασία
Άλλες μορφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- depend on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 159, 302. ISBN 9780194325684., λήμμα: βασίζω, εξαρτώ