rely on
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | rely on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | marries on |
αόριστος | married on |
παθητική μετοχή | married on |
ενεργητική μετοχή | marrying on |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
rely on (en)
- βασίζομαι, στηρίζομαι
- ↪ I relied on you for the money.
- Βασίστηκα πάνω σου για τα χρήματα.
- ↪ The ideas relied on his writings.
- Οι ιδέες στηρίζονταν στα γραπτά του.
- ↪ I relied on you for the money.