ενεστώτας rely
γ΄ ενικό ενεστώτα relies
αόριστος relied
παθητική μετοχή relied
ενεργητική μετοχή relying

rely (en)

  • στηρίζω, βασίζω, εξαρτώ
    ⮡  I was relying on you for the money.
    Βασιζόμουν πάνω σου για τα χρήματα.
    ⮡  Do you rely your future on chance?
    Στηρίζεις το μέλλον σου στην πιθανότητα;
    ⮡  I am relying on your help/your discretion.
    Στηρίζομαι στη βοήθειά σου/στην εχεμύθειά σου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη depend

Παράγωγα

επεξεργασία