rely
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | rely |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relies |
αόριστος | relied |
παθητική μετοχή | relied |
ενεργητική μετοχή | relying |
ΡήμαΕπεξεργασία
rely (en)
ενεστώτας | rely |
γ΄ ενικό ενεστώτα | relies |
αόριστος | relied |
παθητική μετοχή | relied |
ενεργητική μετοχή | relying |
rely (en)