παραθετικά
θετικός reliable
συγκριτικός more reliable
υπερθετικός most reliable

Ετυμολογία

επεξεργασία
reliable < rely + -able

reliable (en)

  1. αξιόπιστος, σίγουρος, τυπικός, κάτι που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς για να κάνει κάτι καλά, που μπορεί να βασιστεί
      a reliable friend - ένας αξιόπιστος φίλος
      They found a reliable messenger.
    Βρήκαν ένα σίγουρο αγγελιοφόρο.
      He is a reliable employee, he always comes on time.
    Είναι τυπικός υπάλληλος, έρχεται πάντα στην ώρα του.
  2. αξιόπιστος, έγκυρος, κάτι που είναι πιθανό να είναι σωστό ή αληθινό
      reliable information/sources - αξιόπιστες πληροφορίες/πηγές
      I was informed by a reliable source that…
    Πληροφορούμαι από αξιόπιστη πηγή ότι…
      Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
    Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
  3. σίγουρος, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλες περιόδους χωρίς να χαλάσει ή να χρειάζεται προσοχή
      a reliable car - ένα σίγουρο αυτοκίνητο

Συνώνυμα

επεξεργασία