reliable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | reliable |
συγκριτικός | more reliable |
υπερθετικός | most reliable |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
reliable (en)
- αξιόπιστος, σίγουρος, τυπικός, κάτι που μπορεί να εμπιστευτεί κανείς για να κάνει κάτι καλά, που μπορεί να βασιστεί
- ⮡ a reliable friend - ένας αξιόπιστος φίλος
- ⮡ They found a reliable messenger.
- Βρήκαν ένα σίγουρο αγγελιοφόρο.
- ⮡ He is a reliable employee, he always comes on time.
- Είναι τυπικός υπάλληλος, έρχεται πάντα στην ώρα του.
- αξιόπιστος, έγκυρος, κάτι που είναι πιθανό να είναι σωστό ή αληθινό
- ⮡ reliable information/sources - αξιόπιστες πληροφορίες/πηγές
- ⮡ I was informed by a reliable source that…
- Πληροφορούμαι από αξιόπιστη πηγή ότι…
- ⮡ Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
- Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.
- σίγουρος, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει για μεγάλες περιόδους χωρίς να χαλάσει ή να χρειάζεται προσοχή
- ⮡ a reliable car - ένα σίγουρο αυτοκίνητο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη dependable
Πηγές
επεξεργασία
- reliable - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 86, 789. ISBN 9780194325684., λήμμα: αξιόπιστος, σίγουρος