βασίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαβασίζω, πρτ.: βάσιζα, στ.μέλλ.: θα βασίσω, αόρ.: βάσισα, παθ.φωνή: βασίζομαι, μτχ.π.π.: βασισμένος
- χρησιμοποιώ κάτι ως βάση, αφετηρία ή στήριγμα για περαιτέρω ενέργειες
- ο συνήγορος έχει βασίσει όλη την υπεράσπιση πάνω στη μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασίζω | βάσιζα | θα βασίζω | να βασίζω | βασίζοντας | |
β' ενικ. | βασίζεις | βάσιζες | θα βασίζεις | να βασίζεις | βάσιζε | |
γ' ενικ. | βασίζει | βάσιζε | θα βασίζει | να βασίζει | ||
α' πληθ. | βασίζουμε | βασίζαμε | θα βασίζουμε | να βασίζουμε | ||
β' πληθ. | βασίζετε | βασίζατε | θα βασίζετε | να βασίζετε | βασίζετε | |
γ' πληθ. | βασίζουν(ε) | βάσιζαν βασίζαν(ε) |
θα βασίζουν(ε) | να βασίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάσισα | θα βασίσω | να βασίσω | βασίσει | ||
β' ενικ. | βάσισες | θα βασίσεις | να βασίσεις | βάσισε | ||
γ' ενικ. | βάσισε | θα βασίσει | να βασίσει | |||
α' πληθ. | βασίσαμε | θα βασίσουμε | να βασίσουμε | |||
β' πληθ. | βασίσατε | θα βασίσετε | να βασίσετε | βασίστε | ||
γ' πληθ. | βάσισαν βασίσαν(ε) |
θα βασίσουν(ε) | να βασίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βασίσει | είχα βασίσει | θα έχω βασίσει | να έχω βασίσει | ||
β' ενικ. | έχεις βασίσει | είχες βασίσει | θα έχεις βασίσει | να έχεις βασίσει | ||
γ' ενικ. | έχει βασίσει | είχε βασίσει | θα έχει βασίσει | να έχει βασίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βασίσει | είχαμε βασίσει | θα έχουμε βασίσει | να έχουμε βασίσει | ||
β' πληθ. | έχετε βασίσει | είχατε βασίσει | θα έχετε βασίσει | να έχετε βασίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βασίσει | είχαν βασίσει | θα έχουν βασίσει | να έχουν βασίσει |
|