• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

gründen

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γερμανικά (de)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ρήμα
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γερμανικά (de)

επεξεργασία

Προφορά

επεξεργασία
ⓘ  (βοήθεια·αρχείο)

Ρήμα

επεξεργασία

gründen (de)

  1. (μεταβατικό) ιδρύω
  2. (μεταβατικό) δημιουργώ
  3. (μεταβατικό) βασίζω, στηρίζω
  4. (reflexiv) βασίζομαι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • Grund
  • Gründer
  • Gründung
  • ergründen
  • begründen
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gründen&oldid=5550860"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Μαρτίου 2022, στις 09:41

Γλώσσες

    • Čeština
    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • ქართული
    • 한국어
    • Kurdî
    • Occitan
    • Polski
    • Português
    • Русский
    • Svenska
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Μαρτίου 2022, στις 09:41.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας