• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

gründen

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Γερμανικά (de) Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

gründen (de)

  1. (μεταβατικό) ιδρύω
  2. (μεταβατικό) δημιουργώ
  3. (μεταβατικό) βασίζω, στηρίζω
  4. (reflexiv) βασίζομαι


Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • Grund
  • Gründer
  • Gründung
  • ergründen
  • begründen
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=gründen&oldid=3819444"
Τελευταία επεξεργασία στις 9 Μαΐου 2017, στις 19:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 9 Μαΐου 2017, στις 19:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie