Δείτε επίσης: ἱδρύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

ιδρύω, πρτ.: ίδρυα, στ.μέλλ.: θα ιδρύσω, αόρ.: ίδρυσα, παθ.φωνή: ιδρύομαι

  1. δημιουργώ, παίρνω την πρωτοβουλία της δημιουργίας για
    • νομικό πρόσωπο ή οργανισμό
    • πόλη (χτίζω)
    • κοινόχρηστο οικοδόμημα (χτίζω)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία