Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκαθιδρύω < αρχαία ελληνική ἐγκαθιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ériger)

  Ρήμα επεξεργασία

εγκαθιδρύω (παθητική φωνή: εγκαθιδρύομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία