εγκαθιδρύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκαθιδρύω < αρχαία ελληνική ἐγκαθιδρύω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ériger)
Ρήμα
επεξεργασίαεγκαθιδρύω (παθητική φωνή: εγκαθιδρύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαθιδρύω | εγκαθίδρυα | θα εγκαθιδρύω | να εγκαθιδρύω | εγκαθιδρύοντας | |
β' ενικ. | εγκαθιδρύεις | εγκαθίδρυες | θα εγκαθιδρύεις | να εγκαθιδρύεις | εγκαθίδρυε | |
γ' ενικ. | εγκαθιδρύει | εγκαθίδρυε | θα εγκαθιδρύει | να εγκαθιδρύει | ||
α' πληθ. | εγκαθιδρύουμε | εγκαθιδρύαμε | θα εγκαθιδρύουμε | να εγκαθιδρύουμε | ||
β' πληθ. | εγκαθιδρύετε | εγκαθιδρύατε | θα εγκαθιδρύετε | να εγκαθιδρύετε | εγκαθιδρύετε | |
γ' πληθ. | εγκαθιδρύουν(ε) | εγκαθίδρυαν εγκαθιδρύαν(ε) |
θα εγκαθιδρύουν(ε) | να εγκαθιδρύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαθίδρυσα | θα εγκαθιδρύσω | να εγκαθιδρύσω | εγκαθιδρύσει | ||
β' ενικ. | εγκαθίδρυσες | θα εγκαθιδρύσεις | να εγκαθιδρύσεις | εγκαθίδρυσε | ||
γ' ενικ. | εγκαθίδρυσε | θα εγκαθιδρύσει | να εγκαθιδρύσει | |||
α' πληθ. | εγκαθιδρύσαμε | θα εγκαθιδρύσουμε | να εγκαθιδρύσουμε | |||
β' πληθ. | εγκαθιδρύσατε | θα εγκαθιδρύσετε | να εγκαθιδρύσετε | εγκαθιδρύστε | ||
γ' πληθ. | εγκαθίδρυσαν εγκαθιδρύσαν(ε) |
θα εγκαθιδρύσουν(ε) | να εγκαθιδρύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εγκαθιδρύσει | είχα εγκαθιδρύσει | θα έχω εγκαθιδρύσει | να έχω εγκαθιδρύσει | ||
β' ενικ. | έχεις εγκαθιδρύσει | είχες εγκαθιδρύσει | θα έχεις εγκαθιδρύσει | να έχεις εγκαθιδρύσει | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαθιδρύσει | είχε εγκαθιδρύσει | θα έχει εγκαθιδρύσει | να έχει εγκαθιδρύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαθιδρύσει | είχαμε εγκαθιδρύσει | θα έχουμε εγκαθιδρύσει | να έχουμε εγκαθιδρύσει | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαθιδρύσει | είχατε εγκαθιδρύσει | θα έχετε εγκαθιδρύσει | να έχετε εγκαθιδρύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαθιδρύσει | είχαν εγκαθιδρύσει | θα έχουν εγκαθιδρύσει | να έχουν εγκαθιδρύσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εγκαθιδρύομαι | εγκαθιδρυόμουν(α) | θα εγκαθιδρύομαι | να εγκαθιδρύομαι | εγκαθιδρυόμενος | |
β' ενικ. | εγκαθιδρύεσαι | εγκαθιδρυόσουν(α) | θα εγκαθιδρύεσαι | να εγκαθιδρύεσαι | (εγκαθιδρύου) | |
γ' ενικ. | εγκαθιδρύεται | εγκαθιδρυόταν(ε) | θα εγκαθιδρύεται | να εγκαθιδρύεται | ||
α' πληθ. | εγκαθιδρυόμαστε | εγκαθιδρυόμαστε εγκαθιδρυόμασταν |
θα εγκαθιδρυόμαστε | να εγκαθιδρυόμαστε | ||
β' πληθ. | εγκαθιδρύεστε | εγκαθιδρυόσαστε εγκαθιδρυόσασταν |
θα εγκαθιδρύεστε | να εγκαθιδρύεστε | (εγκαθιδρύεστε) | |
γ' πληθ. | εγκαθιδρύονται | εγκαθιδρύονταν εγκαθιδρυόντουσαν |
θα εγκαθιδρύονται | να εγκαθιδρύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εγκαθιδρύθηκα | θα εγκαθιδρυθώ | να εγκαθιδρυθώ | εγκαθιδρυθεί | ||
β' ενικ. | εγκαθιδρύθηκες | θα εγκαθιδρυθείς | να εγκαθιδρυθείς | εγκαθιδρύσου | ||
γ' ενικ. | εγκαθιδρύθηκε | θα εγκαθιδρυθεί | να εγκαθιδρυθεί | |||
α' πληθ. | εγκαθιδρυθήκαμε | θα εγκαθιδρυθούμε | να εγκαθιδρυθούμε | |||
β' πληθ. | εγκαθιδρυθήκατε | θα εγκαθιδρυθείτε | να εγκαθιδρυθείτε | εγκαθιδρυθείτε | ||
γ' πληθ. | εγκαθιδρύθηκαν εγκαθιδρυθήκαν(ε) |
θα εγκαθιδρυθούν(ε) | να εγκαθιδρυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εγκαθιδρυθεί | είχα εγκαθιδρυθεί | θα έχω εγκαθιδρυθεί | να έχω εγκαθιδρυθεί | εγκαθιδρυμένος | |
β' ενικ. | έχεις εγκαθιδρυθεί | είχες εγκαθιδρυθεί | θα έχεις εγκαθιδρυθεί | να έχεις εγκαθιδρυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εγκαθιδρυθεί | είχε εγκαθιδρυθεί | θα έχει εγκαθιδρυθεί | να έχει εγκαθιδρυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εγκαθιδρυθεί | είχαμε εγκαθιδρυθεί | θα έχουμε εγκαθιδρυθεί | να έχουμε εγκαθιδρυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εγκαθιδρυθεί | είχατε εγκαθιδρυθεί | θα έχετε εγκαθιδρυθεί | να έχετε εγκαθιδρυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εγκαθιδρυθεί | είχαν εγκαθιδρυθεί | θα έχουν εγκαθιδρυθεί | να έχουν εγκαθιδρυθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εγκαθιδρυμένος - είμαστε, είστε, είναι εγκαθιδρυμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εγκαθιδρυμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εγκαθιδρυμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εγκαθιδρυμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εγκαθιδρυμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εγκαθιδρυμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εγκαθιδρυμένοι |