Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκαθιδρυμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκαθιδρυμέν
ος
η
εγκαθιδρυμέν
η
το
εγκαθιδρυμέν
ο
γενική
του
εγκαθιδρυμέν
ου
της
εγκαθιδρυμέν
ης
του
εγκαθιδρυμέν
ου
αιτιατική
τον
εγκαθιδρυμέν
ο
την
εγκαθιδρυμέν
η
το
εγκαθιδρυμέν
ο
κλητική
εγκαθιδρυμέν
ε
εγκαθιδρυμέν
η
εγκαθιδρυμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκαθιδρυμέν
οι
οι
εγκαθιδρυμέν
ες
τα
εγκαθιδρυμέν
α
γενική
των
εγκαθιδρυμέν
ων
των
εγκαθιδρυμέν
ων
των
εγκαθιδρυμέν
ων
αιτιατική
τους
εγκαθιδρυμέν
ους
τις
εγκαθιδρυμέν
ες
τα
εγκαθιδρυμέν
α
κλητική
εγκαθιδρυμέν
οι
εγκαθιδρυμέν
ες
εγκαθιδρυμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εγκαθιδρυμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εγκαθιδρύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκαθιδρυμένος