Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαθιδρυμένος η εγκαθιδρυμένη το εγκαθιδρυμένο
      γενική του εγκαθιδρυμένου της εγκαθιδρυμένης του εγκαθιδρυμένου
    αιτιατική τον εγκαθιδρυμένο την εγκαθιδρυμένη το εγκαθιδρυμένο
     κλητική εγκαθιδρυμένε εγκαθιδρυμένη εγκαθιδρυμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαθιδρυμένοι οι εγκαθιδρυμένες τα εγκαθιδρυμένα
      γενική των εγκαθιδρυμένων των εγκαθιδρυμένων των εγκαθιδρυμένων
    αιτιατική τους εγκαθιδρυμένους τις εγκαθιδρυμένες τα εγκαθιδρυμένα
     κλητική εγκαθιδρυμένοι εγκαθιδρυμένες εγκαθιδρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

εγκαθιδρυμένος, -η, -ο




  Μεταφράσεις επεξεργασία