Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανιδρύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανιδρύω
<
(
διαχρονικό
δάνειο
)
ελληνιστική κοινή
ἀνιδρύω
<
ἀν-
(
ἀνά
) +
αρχαία ελληνική
ἱδρύω
. Συγχρονικά αναλύεται σε
αν-
+
ιδρύω
Ρήμα
επεξεργασία
ανιδρύω
ανοικοδομώ
,
ιδρύω
,
συστήνω
Αντώνυμα
επεξεργασία
κατεδαφίζω
Συγγενικά
επεξεργασία
ανίδρυση
→
δείτε
τη
λέξη
ιδρύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανιδρύω