ανιδρύω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανιδρύω < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἀνιδρύω < ἀν- (ἀνά) + αρχαία ελληνική ἱδρύω. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- + ιδρύω
ΡήμαΕπεξεργασία
ανιδρύω
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ανιδρύω