Ετυμολογία

επεξεργασία
κατεδαφίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κατεδαφίζω < κατ(α)- + μεσαιωνική και αρχαία ελληνική ἐδαφίζω ("ρίχνω στο έδαφος"). Αναλύεται σε κατ(α)- + έδαφ(ος) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.te.ðaˈfi.zo/

κατεδαφίζω, αόρ.: κατεδάφισα, παθ.φωνή: κατεδαφίζομαι, π.αόρ.: κατεδαφίστηκα, μτχ.π.π.: κατεδαφισμένος

  1. γκρεμίζω οικοδόμημα έως ότου ισοπεδωθεί
     αντώνυμα: ανεγείρω, χτίζω
  2. καταστρέφω ολοσχερώς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία