κατεδαφισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατεδαφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατεδαφίζω
Προφορά
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακατεδαφισμένος, -η, -ο
- που έχει κατεδαφιστεί
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατεδάφιστος
- κατεδαφίζω
- κατεδάφιση
- κατεδαφιστέος
- και → δείτε τη λέξη έδαφος