démoli
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | démoli | démolis |
θηλυκό | démolie | démolies |
Επίθετο
επεξεργασίαdémoli (fr)
- κατεδαφισμένος, γκρεμισμένος
- (μεταφορικά) με χαμηλό ηθικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | démoli | démolis |
θηλυκό | démolie | démolies |
démoli (fr)