γκρεμισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκρεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκρεμίζω
Μετοχή επεξεργασία
γκρεμισμένος
- που τον έχουν γκρεμίσει κυριολεκτικά (για κτίσμα) ή μεταφορικά για κάτι μη υλικό (π.χ. για όνειρα)