Ετυμολογία

επεξεργασία

γκρεμίζω

  1. ρίχνω σε γκρεμό
  2. κατεδαφίζω, καταστρέφω
  3. αποκαθηλώνω εξουσία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
* γκρεμίσου ή άντε γκρεμίσου (προστακτική) = φύγε, ξεκουμπίσου

Μεταφράσεις

επεξεργασία