γκρεμίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γκρεμίζω < αρχαία ελληνική κρημνίζω
Ρήμα
επεξεργασίαγκρεμίζω
- ρίχνω σε γκρεμό
- κατεδαφίζω, καταστρέφω
- αποκαθηλώνω εξουσία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- * γκρεμίσου ή άντε γκρεμίσου (προστακτική) = φύγε, ξεκουμπίσου
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκρεμίζω | γκρέμιζα | θα γκρεμίζω | να γκρεμίζω | γκρεμίζοντας | |
β' ενικ. | γκρεμίζεις | γκρέμιζες | θα γκρεμίζεις | να γκρεμίζεις | γκρέμιζε | |
γ' ενικ. | γκρεμίζει | γκρέμιζε | θα γκρεμίζει | να γκρεμίζει | ||
α' πληθ. | γκρεμίζουμε | γκρεμίζαμε | θα γκρεμίζουμε | να γκρεμίζουμε | ||
β' πληθ. | γκρεμίζετε | γκρεμίζατε | θα γκρεμίζετε | να γκρεμίζετε | γκρεμίζετε | |
γ' πληθ. | γκρεμίζουν(ε) | γκρέμιζαν γκρεμίζαν(ε) |
θα γκρεμίζουν(ε) | να γκρεμίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκρέμισα | θα γκρεμίσω | να γκρεμίσω | γκρεμίσει | ||
β' ενικ. | γκρέμισες | θα γκρεμίσεις | να γκρεμίσεις | γκρέμισε | ||
γ' ενικ. | γκρέμισε | θα γκρεμίσει | να γκρεμίσει | |||
α' πληθ. | γκρεμίσαμε | θα γκρεμίσουμε | να γκρεμίσουμε | |||
β' πληθ. | γκρεμίσατε | θα γκρεμίσετε | να γκρεμίσετε | γκρεμίστε | ||
γ' πληθ. | γκρέμισαν γκρεμίσαν(ε) |
θα γκρεμίσουν(ε) | να γκρεμίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γκρεμίσει | είχα γκρεμίσει | θα έχω γκρεμίσει | να έχω γκρεμίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γκρεμίσει | είχες γκρεμίσει | θα έχεις γκρεμίσει | να έχεις γκρεμίσει | έχε γκρεμισμένο | |
γ' ενικ. | έχει γκρεμίσει | είχε γκρεμίσει | θα έχει γκρεμίσει | να έχει γκρεμίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γκρεμίσει | είχαμε γκρεμίσει | θα έχουμε γκρεμίσει | να έχουμε γκρεμίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γκρεμίσει | είχατε γκρεμίσει | θα έχετε γκρεμίσει | να έχετε γκρεμίσει | έχετε γκρεμισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν γκρεμίσει | είχαν γκρεμίσει | θα έχουν γκρεμίσει | να έχουν γκρεμίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) γκρεμισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) γκρεμισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) γκρεμισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) γκρεμισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γκρεμίζομαι | γκρεμιζόμουν(α) | θα γκρεμίζομαι | να γκρεμίζομαι | ||
β' ενικ. | γκρεμίζεσαι | γκρεμιζόσουν(α) | θα γκρεμίζεσαι | να γκρεμίζεσαι | (γκρεμίζου) | |
γ' ενικ. | γκρεμίζεται | γκρεμιζόταν(ε) | θα γκρεμίζεται | να γκρεμίζεται | ||
α' πληθ. | γκρεμιζόμαστε | γκρεμιζόμαστε γκρεμιζόμασταν |
θα γκρεμιζόμαστε | να γκρεμιζόμαστε | ||
β' πληθ. | γκρεμίζεστε | γκρεμιζόσαστε γκρεμιζόσασταν |
θα γκρεμίζεστε | να γκρεμίζεστε | (γκρεμίζεστε) | |
γ' πληθ. | γκρεμίζονται | γκρεμίζονταν γκρεμιζόντουσαν |
θα γκρεμίζονται | να γκρεμίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γκρεμίστηκα | θα γκρεμιστώ | να γκρεμιστώ | γκρεμιστεί | ||
β' ενικ. | γκρεμίστηκες | θα γκρεμιστείς | να γκρεμιστείς | γκρεμίσου | ||
γ' ενικ. | γκρεμίστηκε | θα γκρεμιστεί | να γκρεμιστεί | |||
α' πληθ. | γκρεμιστήκαμε | θα γκρεμιστούμε | να γκρεμιστούμε | |||
β' πληθ. | γκρεμιστήκατε | θα γκρεμιστείτε | να γκρεμιστείτε | γκρεμιστείτε | ||
γ' πληθ. | γκρεμίστηκαν γκρεμιστήκαν(ε) |
θα γκρεμιστούν(ε) | να γκρεμιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω γκρεμιστεί | είχα γκρεμιστεί | θα έχω γκρεμιστεί | να έχω γκρεμιστεί | γκρεμισμένος | |
β' ενικ. | έχεις γκρεμιστεί | είχες γκρεμιστεί | θα έχεις γκρεμιστεί | να έχεις γκρεμιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει γκρεμιστεί | είχε γκρεμιστεί | θα έχει γκρεμιστεί | να έχει γκρεμιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε γκρεμιστεί | είχαμε γκρεμιστεί | θα έχουμε γκρεμιστεί | να έχουμε γκρεμιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε γκρεμιστεί | είχατε γκρεμιστεί | θα έχετε γκρεμιστεί | να έχετε γκρεμιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν γκρεμιστεί | είχαν γκρεμιστεί | θα έχουν γκρεμιστεί | να έχουν γκρεμιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι γκρεμισμένος - είμαστε, είστε, είναι γκρεμισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν γκρεμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν γκρεμισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι γκρεμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι γκρεμισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι γκρεμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι γκρεμισμένοι |