Ετυμολογία

επεξεργασία
γκρεμίζω < αρχαία ελληνική κρημνίζω

γκρεμίζω

  1. ρίχνω σε γκρεμό
  2. κατεδαφίζω, καταστρέφω
  3. αποκαθηλώνω εξουσία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
* γκρεμίσου ή άντε γκρεμίσου (προστακτική) = φύγε, ξεκουμπίσου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία