ενεστώτας demolish
γ΄ ενικό ενεστώτα demolishes
αόριστος demolished
παθητική μετοχή demolished
ενεργητική μετοχή demolishing

demolish (en)

  1. γκρεμίζω, καταστρέφω ένα κτίριο
    ⮡  I demolish an old house.
    Γκρεμίζω ένα παλιό κτίριο.
     συνώνυμα:  knock down, pull down και tear down
  2. ανατρέπω (π.χ. θεωρίες)