demolish
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | demolish |
γ΄ ενικό ενεστώτα | demolishes |
αόριστος | demolished |
παθητική μετοχή | demolished |
ενεργητική μετοχή | demolishing |
Ρήμα
επεξεργασίαdemolish (en)
- γκρεμίζω, καταστρέφω ένα κτίριο
- ⮡ I demolish an old house.
- Γκρεμίζω ένα παλιό κτίριο.
- ≈ συνώνυμα: knock down, pull down και tear down
- ⮡ I demolish an old house.
- ανατρέπω (π.χ. θεωρίες)
Πηγές
επεξεργασία- demolish - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 191. ISBN 9780194325684., λήμμα: γκρεμίζω