ανατρέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατρέπω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀνατρέπω & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική renverser[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ανα- + τρέπω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.na.tɾeˈpo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐τρέ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαανατρέπω, αόρ.: ανέτρεψα, παθ.φωνή: ανατρέπομαι, π.αόρ.: ανατράπηκα/ανετράπην
- προκαλώ την ανατροπή , αναποδογυρίζω κάτι, ρίχνω κάποιον κάτω
- ⮡ Οι έντονοι βοριάδες ανέτρεψαν το πλοιάριο και οι μετανάστες βρέθηκαν στη θάλασσα.
- ⮡ Το πεινασμένο σκυλί όρμησε να αρπάξει το κρέας και ανέτρεψε τραπέζι, καρέκλες, ό,τι βρήκε μπροστά του.
- ⮡ ηταν φάουλ γιατί τον έσπρωξε και τον ανέτρεψε
- αλλάζω ριζικά μια κατάσταση ή σχέδια ή προβλέψεις που θεωρούνταν βέβαιες
- ⮡ η χρεωκοπία ανέτρεψε την καθημερινότητα των πολιτών
- ⮡ το αουτσάϊντερ ανέτρεψε τα προγνωστικά
- αφαιρώ την εξουσία από άνθρωπο
- ⮡ η CIA ανέτρεψε τον Αλιέντε με πραξικόπημα
- ⮡ η κυβέρνηση ανατράπηκε
- ακυρώνω κάτι, προκαλώ το αντίθετό του
- ⮡ άσκησε έφεση σε ανώτερο δικαστήριο που ανέτρεψε την απόφαση
- ⮡ Μη στενοχωριέστε, η απόφαση θα ανατραπεί στο δευτεροβάθμιο
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατρέπω | ανέτρεπα | θα ανατρέπω | να ανατρέπω | ανατρέποντας | |
β' ενικ. | ανατρέπεις | ανέτρεπες | θα ανατρέπεις | να ανατρέπεις | ανάτρεπε | |
γ' ενικ. | ανατρέπει | ανέτρεπε | θα ανατρέπει | να ανατρέπει | ||
α' πληθ. | ανατρέπουμε | ανατρέπαμε | θα ανατρέπουμε | να ανατρέπουμε | ||
β' πληθ. | ανατρέπετε | ανατρέπατε | θα ανατρέπετε | να ανατρέπετε | ανατρέπετε | |
γ' πληθ. | ανατρέπουν(ε) | ανέτρεπαν ανατρέπαν(ε) |
θα ανατρέπουν(ε) | να ανατρέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανέτρεψα | θα ανατρέψω | να ανατρέψω | ανατρέψει | ||
β' ενικ. | ανέτρεψες | θα ανατρέψεις | να ανατρέψεις | ανάτρεψε | ||
γ' ενικ. | ανέτρεψε | θα ανατρέψει | να ανατρέψει | |||
α' πληθ. | ανατρέψαμε | θα ανατρέψουμε | να ανατρέψουμε | |||
β' πληθ. | ανατρέψατε | θα ανατρέψετε | να ανατρέψετε | ανατρέψτε | ||
γ' πληθ. | ανέτρεψαν ανατρέψαν(ε) |
θα ανατρέψουν(ε) | να ανατρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανατρέψει | είχα ανατρέψει | θα έχω ανατρέψει | να έχω ανατρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ανατρέψει | είχες ανατρέψει | θα έχεις ανατρέψει | να έχεις ανατρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ανατρέψει | είχε ανατρέψει | θα έχει ανατρέψει | να έχει ανατρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατρέψει | είχαμε ανατρέψει | θα έχουμε ανατρέψει | να έχουμε ανατρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ανατρέψει | είχατε ανατρέψει | θα έχετε ανατρέψει | να έχετε ανατρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατρέψει | είχαν ανατρέψει | θα έχουν ανατρέψει | να έχουν ανατρέψει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανατρέπομαι | ανατρεπόμουν(α) | θα ανατρέπομαι | να ανατρέπομαι | ανατρεπόμενος | |
β' ενικ. | ανατρέπεσαι | ανατρεπόσουν(α) | θα ανατρέπεσαι | να ανατρέπεσαι | ||
γ' ενικ. | ανατρέπεται | ανατρεπόταν(ε) | θα ανατρέπεται | να ανατρέπεται | ||
α' πληθ. | ανατρεπόμαστε | ανατρεπόμαστε ανατρεπόμασταν |
θα ανατρεπόμαστε | να ανατρεπόμαστε | ||
β' πληθ. | ανατρέπεστε | ανατρεπόσαστε ανατρεπόσασταν |
θα ανατρέπεστε | να ανατρέπεστε | ανατρέπεστε | |
γ' πληθ. | ανατρέπονται | ανατρέπονταν ανατρεπόντουσαν |
θα ανατρέπονται | να ανατρέπονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανατράπηκα | θα ανατραπώ | να ανατραπώ | ανατραπεί | ||
β' ενικ. | ανατράπηκες | θα ανατραπείς | να ανατραπείς | ανατρέψου | ||
γ' ενικ. | ανατράπηκε | θα ανατραπεί | να ανατραπεί | |||
α' πληθ. | ανατραπήκαμε | θα ανατραπούμε | να ανατραπούμε | |||
β' πληθ. | ανατραπήκατε | θα ανατραπείτε | να ανατραπείτε | ανατραπείτε | ||
γ' πληθ. | ανατράπηκαν ανατραπήκαν(ε) |
θα ανατραπούν(ε) | να ανατραπούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανατραπεί | είχα ανατραπεί | θα έχω ανατραπεί | να έχω ανατραπεί | ||
β' ενικ. | έχεις ανατραπεί | είχες ανατραπεί | θα έχεις ανατραπεί | να έχεις ανατραπεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανατραπεί | είχε ανατραπεί | θα έχει ανατραπεί | να έχει ανατραπεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανατραπεί | είχαμε ανατραπεί | θα έχουμε ανατραπεί | να έχουμε ανατραπεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανατραπεί | είχατε ανατραπεί | θα έχετε ανατραπεί | να έχετε ανατραπεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανατραπεί | είχαν ανατραπεί | θα έχουν ανατραπεί | να έχουν ανατραπεί |
- και μετοχές: ανατρεπόμενος (παθητικού ενεστώτα) και η αρχαιόκλιτη ανατραπείς, ανατραπείσα, ανατραπέν (παθητικού αορίστου)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατρέπω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ανατρέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας