ανατρεπτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατρεπτικότητα (νεολογισμός) < ανατρεπτικ(ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανατρεπτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του ανατρεπτικού
- ※ Οι κλασικιστές όμως ζούσαν με μία εγγενή αντίφαση, ενώ πίστευαν στην τάξη και την αρμονία του ορθολογισμού, βίωναν την αναταραχή και την ανατρεπτικότητα μιας σειράς επαναστατικών αλλαγών στον διανοητικό και πολιτικό χάρτη της Ευρώπης (Βρασίδας Καραλής, Ἀναγνώσεις σολωμικῶν κειμένων: δοκίμια, εκδ. Ἰδεόγραμμα, 2002, σελ. 57)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανατρεπτικότητα
|