πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατροπή οι ανατροπές
      γενική της ανατροπής των ανατροπών
    αιτιατική την ανατροπή τις ανατροπές
     κλητική ανατροπή ανατροπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανατροπή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ανατρέπω, το αναποδογύρισμα αντικειμένου
    Διερευνώνται τα αίτια της ανατροπής της λέμβου των μεταναστών
  2. η αφαίρεση της εξουσίας
    Η ψηφοφορία μπορεί να οδηγήσει και στην ανατροπή της κυβέρνησης
    Ο Αλέκος Παναγούλης επεδίωξε την ανατροπή της χούντας
  3. απρόσμενη εξέλιξη
    Στο 90ο λεπτό όμως είχαμε ανατροπή

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία