overturn
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
overturn | overturns |
overturn (en)
- η ανατροπή
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | overturn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | overturns |
αόριστος | overturned |
παθητική μετοχή | overturned |
ενεργητική μετοχή | overturning |
overturn (en)