upset
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | upset |
συγκριτικός | more upset |
υπερθετικός | most upset |
upset (en)
- αναστατωμένος, αναστατώνομαι, εκνευρισμένος, εκνευρίζομαι, ταραγμένος, ταράζομαι, στενοχωριέμαι, στενοχωρημένος, που είναι δυσαρεστημένος ή απογοητευμένος εξαιτίας κάτι δυσάρεστου που έχει συμβεί
- ⮡ I was upset all night because the child was late coming home.
- Ήμουν αναστατωμένη όλη νύχτα, γιατί το παιδί αργούσε να γυρίσει.
- ⮡ I was upset to learn that that happened.
- Αναστατώθηκα μαθαίνοντας ότι αυτό συνέβη.
- ⮡ She never gets upset.
- Δεν εκνευρίζεται ποτέ.
- ⮡ I am so upset that I’m shaking all over.
- Είμαι τόσο ταραγμένος, ώστε τρέμω ολόκληρος.
- ⮡ I have been so upset that I can’t sleep.
- Έχω ταραχτεί τόσο πολύ που δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- ⮡ He became upset when he heard the unpleasant news.
- Στενοχωρήθηκε, όταν έμαθε τα δυσάρεστα νέα.
- ⮡ She is upset, because she missed her flight.
- Είναι στενοχωρημένη, γιατί έχασε την πτήση της.
- ≈ συνώνυμα: agitated, angry, bothered, distressed και troubled
- ⮡ I was upset all night because the child was late coming home.
- που έχει στομαχικές ενοχλήσεις
- ⮡ I have an upset stomach.
- Έχω ένα ανακάτεμα στο στομάχι.
- ⮡ My stomach is upset.
- Χάλασε το στομάχι μου.
- ⮡ I have an upset stomach.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | upset |
γ΄ ενικό ενεστώτα | upsets |
αόριστος | upset |
παθητική μετοχή | upset |
ενεργητική μετοχή | upsetting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
upset (en)
- εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
- ⮡ this incident upset me
- αυτό το περιστατικό με χάλασε
- ⮡ this incident upset me
- διαταράσσω, διακόπτω κάτι
- προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία, χαλάω