upset
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | upset |
συγκριτικός | more upset |
υπερθετικός | most upset |
upset (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαupset (en)
- διακοπή, ενόχληση
- απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
- ναυτία όταν αναφέρεται στο στομάχι
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | upset |
γ΄ ενικό ενεστώτα | upsets |
αόριστος | upset |
παθητική μετοχή | upset |
ενεργητική μετοχή | upsetting |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
upset (en)
- εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
- ⮡ this incident upset me
- αυτό το περιστατικό με χάλασε
- ⮡ this incident upset me
- διαταράσσω, διακόπτω κάτι
- προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία, χαλάω