Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός upset
συγκριτικός more upset
υπερθετικός most upset

upset (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

upset (en)

  1. διακοπή, ενόχληση
  2. απρόσμενη νίκη ενός αουτσάιντερ, ανατροπή
  3. ναυτία όταν αναφέρεται στο στομάχι
ενεστώτας upset
γ΄ ενικό ενεστώτα upsets
αόριστος upset
παθητική μετοχή upset
ενεργητική μετοχή upsetting
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

upset (en)

  1. εκνευρίζω, αναστατώνω κάποιον, δημιουργώ σε κάποιον άσχημη διάθεση, χαλάω
    ⮡  this incident upset me
    αυτό το περιστατικό με χάλασε
  2. διαταράσσω, διακόπτω κάτι
  3. προκαλώ σε κάποιον αδιαθεσία, χαλάω
    ⮡  This sweet upset me.
    Αυτό το γλυκό με χάλασε.
     συνώνυμα: sicken

Συνώνυμα

επεξεργασία