Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θυμωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
θυμωμέν
ος
η
θυμωμέν
η
το
θυμωμέν
ο
γενική
του
θυμωμέν
ου
της
θυμωμέν
ης
του
θυμωμέν
ου
αιτιατική
τον
θυμωμέν
ο
τη
θυμωμέν
η
το
θυμωμέν
ο
κλητική
θυμωμέν
ε
θυμωμέν
η
θυμωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
θυμωμέν
οι
οι
θυμωμέν
ες
τα
θυμωμέν
α
γενική
των
θυμωμέν
ων
των
θυμωμέν
ων
των
θυμωμέν
ων
αιτιατική
τους
θυμωμέν
ους
τις
θυμωμέν
ες
τα
θυμωμέν
α
κλητική
θυμωμέν
οι
θυμωμέν
ες
θυμωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
Επεξεργασία
θυμωμένος
< παθητική μετοχή του
θυμώνω
Μετοχή
Επεξεργασία
θυμωμένος -η -ο
που έχει θυμώσει, που διακατέχεται από
θυμό
,
οργή
Συνώνυμα
Επεξεργασία
οργισμένος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
θυμωμένος
αγγλικά
:
angry
(en)
γαλλικά
:
énervé
(fr)
, en
colère
εβραϊκά
:
כועס
(he)
ισπανικά
:
enfadado
(es)
,
enojado
(es)
πολωνικά
:
rozgniewany
(pl)
,
zły
(pl)