βουρλισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βουρλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βουρλίζω
Μετοχή
επεξεργασίαβουρλισμένος
- που έχει βουρλιστεί, ταραγμένος ή έξαλλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία βουρλισμένος
|
βουρλισμένος
|