βουρλισμένων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος μετοχής
επεξεργασίαβουρλισμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του βουρλισμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του βουρλισμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του βουρλισμένος