Ετυμολογία

επεξεργασία
βουρλίζω < μεσαιωνική ελληνική βουρλίζω (τρέμω σαν βούρλο)

βουρλίζω

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία