fou
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fou | fous |
θηλυκό | folle | folles |
fou (fr) αρσενικό
- τρελός, κουζουλός, φρενήρης, ζουρλός, τρελαμένος
- ⮡ Folle est la brebis qui au loup se confesse.
- → λείπει η μετάφραση
- ⮡ Folle est la brebis qui au loup se confesse.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fou | fous |
θηλυκό | folle | folles |
fou (fr)
- ο τρελός
- (σκάκι) o τρελός, ο αξιωματικός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη folie