• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

fou

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
      • 1.3.1 Συνώνυμα
    • 1.4 Ουσιαστικό
      • 1.4.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.4.2 Συνώνυμα

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

fou < fol < λατινική follis, μπαλόνι (ειρωνική μεταφορά)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /fu/
fou (βοήθεια·αρχείο)

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fou fous
θηλυκό folle folles

fou (fr) αρσενικό

  • τρελός, κουζουλός, φρενήρης, ζουρλός, τρελαμένος
  • Folle est la brebis qui au loup se confesse.

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • barge (αργκό)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό fou fous
θηλυκό folle folles

fou (fr)

  • ο τρελός

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  folie

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • aberrant
  • absurde
  • aliéné
  • dément
  • dingue
  • insensé
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=fou&oldid=4670293"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιουλίου 2020, στις 19:50

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιουλίου 2020, στις 19:50.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie