Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουρλός η ζουρλή το ζουρλό
      γενική του ζουρλού της ζουρλής του ζουρλού
    αιτιατική τον ζουρλό τη ζουρλή το ζουρλό
     κλητική ζουρλέ ζουρλή ζουρλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουρλοί οι ζουρλές τα ζουρλά
      γενική των ζουρλών των ζουρλών των ζουρλών
    αιτιατική τους ζουρλούς τις ζουρλές τα ζουρλά
     κλητική ζουρλοί ζουρλές ζουρλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζουρλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζουρλός < βενετική zurlo < (μάλλον) ιταλική girlo < λατινικά *gyrulus, υποκοριστικό του gyrus < αρχαία ελληνική γῦρος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *geu- (κάμπτω, κυρτώνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zuɾˈlos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /zuɾˈli/ θηλυκό
ΔΦΑ : /zuɾˈlo/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

ζουρλός, -ή, -ό

  1. που δεν συμπεριφέρεται λογικά
     συνώνυμα: ανισόρροπος, παλαβός, τρελός
  2. ιδιόρρυθμος, πολύ εκκεντρικός, παράξενος
  3. ανώριμος
  4. (ειρωνικό) που έχει εμμονή με κάποιον / κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία