πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζουρλός η ζουρλή το ζουρλό
      γενική του ζουρλού της ζουρλής του ζουρλού
    αιτιατική τον ζουρλό τη ζουρλή το ζουρλό
     κλητική ζουρλέ ζουρλή ζουρλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζουρλοί οι ζουρλές τα ζουρλά
      γενική των ζουρλών των ζουρλών των ζουρλών
    αιτιατική τους ζουρλούς τις ζουρλές τα ζουρλά
     κλητική ζουρλοί ζουρλές ζουρλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /zuɾˈlos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /zuɾˈli/ θηλυκό
ΔΦΑ : /zuɾˈlo/ ουδέτερο