cinglé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cinglé | cinglés |
θηλυκό | cinglée | cinglées |
cinglé (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cinglé | cinglés |
θηλυκό | cinglée | cinglées |
cinglé (fr)