τρελάρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τρελάρας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρελάρας αρσενικό
- σε σχέση με χαρακτήρα: ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, ακραίος
- σε σχέση με λήψη ρίσκου ή δράση: αυθόρμητος, παράτολμος
- κοινωνικά, συμπεριφορικά σε σχέση με άλλους-κοινωνική αλληλεπίδραση: πειραχτήρι, γλεντζές, τσαχπίνης, θρασύς