Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρελάρας < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρελάρας αρσενικό

  1. σε σχέση με χαρακτήρα: ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος, παράξενος, ακραίος
  2. σε σχέση με λήψη ρίσκου ή δράση: αυθόρμητος, παράτολμος
  3. κοινωνικά, συμπεριφορικά σε σχέση με άλλους-κοινωνική αλληλεπίδραση: πειραχτήρι, γλεντζές, τσαχπίνης, θρασύς


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία