Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο θρασύς η θρασεία το θρασύ
      γενική του θρασύ
θρασέος
της θρασείας του θρασέος
    αιτιατική τον θρασύ τη θρασεία το θρασύ
     κλητική θρασύ θρασεία θρασύ
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι θρασείς οι θρασείες τα θρασέα
      γενική των θρασέων των θρασειών των θρασέων
    αιτιατική τους θρασείς τις θρασείες τα θρασέα
     κλητική θρασείς θρασείες θρασέα
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

θρασύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θρασύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰers- < *dʰer- (υποστηρίζω, κρατώ)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾaˈsis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρα‐σύς

  Επίθετο επεξεργασία

θρασύς, -εία, -ύ

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θράσος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική θρασῠ́ς θρασεῖᾰ τὸ θρασῠ́
      γενική τοῦ θρασέος τῆς θρασείᾱς τοῦ θρασέος
      δοτική τῷ (θρασέϊ) θρασεῖ τῇ θρασείᾳ τῷ (θρασέϊ) θρασεῖ
    αιτιατική τὸν θρασῠ́ν τὴν θρασεῖᾰν τὸ θρασῠ́
     κλητική ! θρασῠ́ θρασεῖᾰ θρασῠ́
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ (θρασέες) θρασεῖς αἱ θρασεῖαι τὰ θρασέ
      γενική τῶν θρασέων τῶν θρασειῶν τῶν θρασέων
      δοτική τοῖς θρασέσῐ(ν) ταῖς θρασείαις τοῖς θρασέσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς θρασεῖς τὰς θρασείᾱς τὰ θρασέ
     κλητική ! (θρασέες) θρασεῖς θρασεῖαι θρασέ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ θρασέε (θρασεῖ) τὼ θρασείᾱ τὼ θρασέε (θρασεῖ)
      γεν-δοτ τοῖν θρασέοιν τοῖν θρασείαιν τοῖν θρασέοιν
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth.
Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου).
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη θράσος

  Πηγές επεξεργασία