θρασυδειλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θρασυδειλία < θρασύδειλος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θρασυδειλία θηλυκό
- η ιδιότητα ή η συμπεριφορά του θρασύδειλου, το να είναι κάποιος θρασύδειλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
θρασυδειλία
|