Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τσαχπίνης η τσαχπίνα το τσαχπίνικο
      γενική του τσαχπίνη της τσαχπίνας του τσαχπίνικου
    αιτιατική τον τσαχπίνη την τσαχπίνα το τσαχπίνικο
     κλητική τσαχπίνη τσαχπίνα τσαχπίνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τσαχπίνηδες οι τσαχπίνες τα τσαχπίνικα
      γενική των τσαχπίνηδων των τσαχπίνικων
    αιτιατική τους τσαχπίνηδες τις τσαχπίνες τα τσαχπίνικα
     κλητική τσαχπίνηδες τσαχπίνες τσαχπίνικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαχπίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική çapkın

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tsaxˈpi.nis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσαχ‐πί‐νης

  Επίθετο επεξεργασία

τσαχπίνης, -α, -ικο

  1. ναζιάρης, σκερτσόζος, ερωτιάρης
  2. καταφερτζής, κατεργάρης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία