lively
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | lively |
συγκριτικός | livelier |
υπερθετικός | liveliest |
Επίθετο
επεξεργασίαlively (en)
- ζωντανός, ζωηρός, που έχει ζωντάνια και ενεργητικότητα
- ζωηρός, για ένα μέρος, ένα γεγονός κτλ. που είναι γεμάτο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό
- ⮡ The news sparked the public’s lively interest.
- Η είδηση προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού.
- ⮡ The news sparked the public’s lively interest.
- ζωηρός, ζωντανός, για χρώματα
- ⮡ a lively green - ζωηρό πράσινο
- ⮡ lively colors - ζωντανά χρώματα