παραθετικά
θετικός lively
συγκριτικός livelier
υπερθετικός liveliest

  Επίθετο

επεξεργασία

lively (en)

  1. ζωντανός, ζωηρός, που έχει ζωντάνια και ενεργητικότητα
    ⮡  a lively girl - ζωντανή κοπέλα
    ⮡  He was one of the most lively and active member of our club.
    Υπήρξε ένα από τα πιο ζωντανά και δραστήρια μέλη του συλλόγου μας.
    ⮡  a lively character/guy/chap - ζωηρός τύπος
    ⮡  a lively imagination - ζωηρή φαντασία
     συνώνυμα:  active
  2. ζωηρός, για ένα μέρος, ένα γεγονός κτλ. που είναι γεμάτο ενδιαφέρον ή ενθουσιασμό
    ⮡  The news sparked the public’s lively interest.
    Η είδηση προκάλεσε το ζωηρό ενδιαφέρον του κοινού.
  3. ζωηρός, ζωντανός, για χρώματα
    ⮡  a lively green - ζωηρό πράσινο
    ⮡  lively colors - ζωντανά χρώματα