παραθετικά
θετικός active
συγκριτικός more active
υπερθετικός most active
ΔΦΑ : /ˈæk.tɪv/
 

active (en)

  1. ενεργητικός, δραστήριος, ακμαίος, είμαι πάντα απασχολημένος με πράγματα, ειδικά σωματικές δραστηριότητες
      an active person - ενεργητικός άνθρωπος
      I lead an active life.
    Κάνω δραστήρια ζωή.
      Although he has passed 80, he is still active.
    Αν κι έχει περάσει τα 80, είναι ακόμα ακμαίος.
     συνώνυμα:  busy
  2. ενεργητικός, ενεργός, δραστήριος, που εμπλέκεται σε κάτι
      active participation - ενεργητική συμμετοχή
      the active members of a club - τα ενεργά μέλη ενός συλλόγου
      I take an active part in something.
    Παίρνω δραστήριο μέρος σε κάτι.
  3. ενεργός, που κάνει κάτι τακτικά ή λειτουργεί
      an active volcano - ενεργό ηφαίστειο
      He’s active, but isn’t reading my messages.
    Είναι ενεργός, αλλά δε διαβάζει τα μηνύματά μου.
  4. ζωηρός και γεμάτος ιδέες
      an active imagination - ζωηρή φαντασία
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη lively
  5. ενεργός, που δουλεύει· σε χρήση ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί
      This user’s account is not active anymore.
    Ο λογαριασμός αυτού του χρήστη δεν είναι πια ενεργός.
  6. (πληροφορική) βλ. active code, active window

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη act

ΔΦΑ : /ak.tiv/

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

active (fr)