active
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | active |
συγκριτικός | more active |
υπερθετικός | most active |
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
active (en)
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- activate & σύνθετα
- activity
- inactive
- inactivity
→ και δείτε τη λέξη act
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
active (fr)