παραθετικά
θετικός active
συγκριτικός more active
υπερθετικός most active

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈæk.tɪv/
 

  Επίθετο

επεξεργασία

active (en)

  1. ενεργητικός, δραστήριος, είμαι πάντα απασχολημένος με πράγματα, ειδικά σωματικές δραστηριότητες
    an active person - ενεργητικός άνθρωπος
    I lead an active life.
    Κάνω δραστήρια ζωή.
  2. ενεργός, που κάνει κάτι τακτικά ή λειτουργεί
    This user’s account is not active anymore.
    Ο λογαριασμός αυτού του χρήστη δεν είναι πια ενεργός.
    He’s active, but isn’t reading my messages.
    Είναι ενεργός, αλλά δε διαβάζει τα μηνύματά μου.
  3. (πληροφορική) βλ. active code, active window

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη act



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ak.tiv/

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

active (fr)