active
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | active |
συγκριτικός | more active |
υπερθετικός | most active |
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
active (en)
- ενεργητικός, δραστήριος, ακμαίος, είμαι πάντα απασχολημένος με πράγματα, ειδικά σωματικές δραστηριότητες
- ενεργητικός, ενεργός, δραστήριος, που εμπλέκεται σε κάτι
- ⮡ active participation - ενεργητική συμμετοχή
- ⮡ the active members of a club - τα ενεργά μέλη ενός συλλόγου
- ⮡ I take an active part in something.
- Παίρνω δραστήριο μέρος σε κάτι.
- ενεργός, που κάνει κάτι τακτικά ή λειτουργεί
- ⮡ an active volcano - ενεργό ηφαίστειο
- ⮡ He’s active, but isn’t reading my messages.
- Είναι ενεργός, αλλά δε διαβάζει τα μηνύματά μου.
- ζωηρός και γεμάτος ιδέες
- ενεργός, που δουλεύει· σε χρήση ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί
- ⮡ This user’s account is not active anymore.
- Ο λογαριασμός αυτού του χρήστη δεν είναι πια ενεργός.
- ⮡ This user’s account is not active anymore.
- (πληροφορική) βλ. active code, active window