↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ναζιάρης η ναζιάρα το ναζιάρικο
      γενική του ναζιάρη της ναζιάρας του ναζιάρικου
    αιτιατική τον ναζιάρη τη ναζιάρα το ναζιάρικο
     κλητική ναζιάρη ναζιάρα ναζιάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ναζιάρηδες οι ναζιάρες τα ναζιάρικα
      γενική των ναζιάρηδων των ναζιάρικων
    αιτιατική τους ναζιάρηδες τις ναζιάρες τα ναζιάρικα
     κλητική ναζιάρηδες ναζιάρες ναζιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ναζιάρης < νάζι

  Επίθετο

επεξεργασία

ναζιάρης

  • αυτός που φέρεται με νάζι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία