Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταφερτζής η καταφερτζού το καταφερτζίδικο
καταφερτζήδικο
      γενική του καταφερτζή της καταφερτζούς του καταφερτζίδικου
καταφερτζήδικου
    αιτιατική τον καταφερτζή την καταφερτζού το καταφερτζίδικο
καταφερτζήδικο
     κλητική καταφερτζή καταφερτζού καταφερτζίδικο
καταφερτζήδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταφερτζήδες οι καταφερτζούδες τα καταφερτζίδικα
καταφερτζήδικα
      γενική των καταφερτζήδων των καταφερτζούδων των καταφερτζίδικων
καταφερτζήδικων
    αιτιατική τους καταφερτζήδες τις καταφερτζούδες τα καταφερτζίδικα
καταφερτζήδικα
     κλητική καταφερτζήδες καταφερτζούδες καταφερτζίδικα
καταφερτζήδικα
Το ουδέτερο, από επίθετα σε -ίδικος, απλοποιημένη γραφή του -ήδικος.
Κατηγορία όπως «πλακατζής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταφερτζής < καταφέρ(νω) + -τζής [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.feɾˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐φερ‐τζής

  Επίθετο επεξεργασία

καταφερτζής, -ού, -ίδικο/(-ήδικο) [2]

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταφερτζής οι καταφερτζήδες
      γενική του καταφερτζή των καταφερτζήδων
    αιτιατική τον καταφερτζή τους καταφερτζήδες
     κλητική καταφερτζή καταφερτζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

καταφερτζής αρσενικό (θηλυκό καταφερτζού)

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία