καπάτσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | καπάτσος | οι | καπάτσοι |
γενική | του | καπάτσου | των | καπάτσων |
αιτιατική | τον | καπάτσο | τους | καπάτσους |
κλητική | καπάτσε | καπάτσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καπάτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική capace < λατινική capax < capio < πρωτοϊταλική *kapjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kh₂pi- (=λαμβάνω, παίρνω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
καπάτσος αρσενικό (θηλυκό: καπάτσα)
- (οικείο) ο έξυπνος ή πονηρός που με διάφορα μέσα μπορεί να επιτύχει αυτό που θέλει, ο καταφερτζής