Ετυμολογία

επεξεργασία
capio < πρωτοϊταλική *kapiō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂pyéti- < *keh₂p- (λαμβάνω, παίρνω), συγγενές με το το (αρχαία ελληνική) κάπτω, το (αγγλικά) have, heave και το (αλβανικά) kap

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈka.pi.oː/

capio (la) (capiō, cepī, captum, capere)

  1. λαμβάνω
  2. καταλαμβάνω
  3. πιάνω

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αλλόγλωσσα παράγωγα

επεξεργασία