καψύλιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καψύλιο | τα | καψύλια |
γενική | του | καψύλιου | των | καψύλιων |
αιτιατική | το | καψύλιο | τα | καψύλια |
κλητική | καψύλιο | καψύλια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καψύλιο < (άμεσο δάνειο) γαλλική capsule
Ουσιαστικό επεξεργασία
καψύλιο ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- περικαψύλιο
- → δείτε τη λέξη κάψουλα
Μεταφράσεις επεξεργασία
καψύλιο
|