Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
περικαψύλιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
περικαψύλι
ο
τα
περικαψύλι
α
γενική
του
περικαψύλι
ου
των
περικαψύλι
ων
αιτιατική
το
περικαψύλι
ο
τα
περικαψύλι
α
κλητική
περικαψύλι
ο
περικαψύλι
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
περικαψύλιο
<
περι-
+
καψύλιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
περικαψύλιο
ουδέτερο
(
λόγιο
,
σπάνιο
) η άκρη στο
κορδόνι
του
παπουτσιού
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
καψύλιο
και
κάψουλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
περικαψύλιο
αγγλικά
:
aglet
(en)