Δείτε επίσης: καταλαβαίνω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.laɱˈva.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω

καταλαμβάνω, αόρ.: κατέλαβα, παθ.φωνή: καταλαμβάνομαι, π.αόρ.: καταλήφθηκα/κατελήφθην, μτχ.π.π.: κατειλημμένος

  1. αποκτώ τον έλεγχο ενός χώρου που προηγουμένως δε μου ανήκε
  2. εντοπίζω (ξαφνικά) κάποιον να κάνει κάτι (ενίοτε επιλήψιμο)
  3. λαμβάνω κάποιο αξίωμα ή θέση
  4. καλύπτω κάποια έκταση, τοπική ή χρονική
  5. (μεταφορικά, για συναισθήματα) κυριεύω, πιάνω
    ⮡  μ’ έχει καταλάβει μανία καταδιώξεως

Συγγενικά

επεξεργασία
Σημείωση: Οι συνοπτικοί τύποι χωρίς εσωτερική αύξηση (θέμα καταλαβ) ταυτίζονται με τους τύπους του ρήματος καταλαβαίνω.

Παθητικοί αόριστοι: καταλήφθηκα, και λόγιοι τύποι στα τρίτα πρόσωπα κατελήφθη, κατελήφθησαν από την αρχαία κλίση του αορίστου κατελήφθην του καταλαμβάνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα