απροκατάληπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροκατάληπτος < α- στερητικό + προκατάληψη, προ-κατά-ληπ- + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unprejudiced) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pɾo.kaˈta.li.ptos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐προ‐κα‐τά‐λη‐πτος
Επίθετο επεξεργασία
απροκατάληπτος, -η, -ο
- που δεν έχει προκαταλήψεις στην προσέγγιση ή αντιμετώπιση κάποιου ζητήματος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απροκατάληπτα
- απροκαταληψία
- → δείτε τις λέξεις προκατάληψη, προκαταλαμβάνω, καταλαμβάνω και λαμβάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροκατάληπτος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ απροκατάληπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας