προκαταλαμβάνω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προκαταλαμβάνω < αρχαία ελληνική προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική préoccuper)
ΡήμαΕπεξεργασία
προκαταλαμβάνω, πρτ.: προκαταλάμβανα, στ.μέλλ.: θα προκαταλάβω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος
Επεξεργασία
- απροκατάληπτα
- απροκαταλήπτως
- απροκαταληψία
- προκατάληψη
- → δείτε τις λέξεις προ, καταλαμβάνω και λαμβάνω