προκαταλαμβάνω
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προκαταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préoccuper) [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.ta.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω
ΡήμαΕπεξεργασία
προκαταλαμβάνω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, π.αόρ.: προκαταλήφθηκα, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος
Επεξεργασία
- απροκατάληπτα
- απροκατάληπτος
- απροκαταλήπτως
- απροκαταληψία
- προκατάληψη
- προκατειλημμένος
- → δείτε τις λέξεις προ, καταλαμβάνω και λαμβάνω
ΚλίσηΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «προκαταλαμβάνω» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «προκαταλαμβάνω» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «προκαταλαμβάνω» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.