• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αιφνιδίως

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αἰφνιδίως

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
    • 1.4 Πηγές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
αιφνιδίως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰφνιδίως < αἰφνίδιος. Συγχρονικά αναλύεται σε αιφνίδι(ος) + -ως.

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ef.niˈði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός : αιφ‐νι‐δί‐ως
τονικό παρώνυμο: αιφνίδιος

Επίρρημα

επεξεργασία

αιφνιδίως

  • (τροπικό επίρρημα, λόγιο) αιφνίδια
    ≈ συνώνυμα: αίφνης, εξαίφνης → και δείτε ξαφνικά

Πηγές

επεξεργασία
  • αιφνίδιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αιφνιδίως&oldid=5622929"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 05:52

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Νοεμβρίου 2022, στις 05:52. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας