Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυριεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κυριεύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo.me/

  Ρήμα επεξεργασία

κυριεύομαι

η χώρα κυριεύτηκε από τα εχθρικά στρατεύματα
όποιος κυριεύεται εύκολα από το θυμό, συχνά το μετανιώνει

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία