κυριεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κυριεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος κυριεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo.me/
Ρήμα
επεξεργασίακυριεύομαι
- η χώρα κυριεύτηκε από τα εχθρικά στρατεύματα
- όποιος κυριεύεται εύκολα από το θυμό, συχνά το μετανιώνει
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κυριεύομαι | κυριευόμουν(α) | θα κυριεύομαι | να κυριεύομαι | ||
β' ενικ. | κυριεύεσαι | κυριευόσουν(α) | θα κυριεύεσαι | να κυριεύεσαι | (κυριεύου) | |
γ' ενικ. | κυριεύεται | κυριευόταν(ε) | θα κυριεύεται | να κυριεύεται | ||
α' πληθ. | κυριευόμαστε | κυριευόμαστε κυριευόμασταν |
θα κυριευόμαστε | να κυριευόμαστε | ||
β' πληθ. | κυριεύεστε | κυριευόσαστε κυριευόσασταν |
θα κυριεύεστε | να κυριεύεστε | (κυριεύεστε) | |
γ' πληθ. | κυριεύονται | κυριεύονταν κυριευόντουσαν |
θα κυριεύονται | να κυριεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κυριεύτηκα | θα κυριευτώ | να κυριευτώ | κυριευτεί | ||
β' ενικ. | κυριεύτηκες | θα κυριευτείς | να κυριευτείς | κυριεύσου | ||
γ' ενικ. | κυριεύτηκε | θα κυριευτεί | να κυριευτεί | |||
α' πληθ. | κυριευτήκαμε | θα κυριευτούμε | να κυριευτούμε | |||
β' πληθ. | κυριευτήκατε | θα κυριευτείτε | να κυριευτείτε | κυριευτείτε | ||
γ' πληθ. | κυριεύτηκαν κυριευτήκαν(ε) |
θα κυριευτούν(ε) | να κυριευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω κυριευτεί | είχα κυριευτεί | θα έχω κυριευτεί | να έχω κυριευτεί | κυριευμένος | |
β' ενικ. | έχεις κυριευτεί | είχες κυριευτεί | θα έχεις κυριευτεί | να έχεις κυριευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει κυριευτεί | είχε κυριευτεί | θα έχει κυριευτεί | να έχει κυριευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε κυριευτεί | είχαμε κυριευτεί | θα έχουμε κυριευτεί | να έχουμε κυριευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε κυριευτεί | είχατε κυριευτεί | θα έχετε κυριευτεί | να έχετε κυριευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν κυριευτεί | είχαν κυριευτεί | θα έχουν κυριευτεί | να έχουν κυριευτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία κυριεύομαι
|