Ετυμολογία

επεξεργασία
κυριεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυριεύω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ci.ɾiˈe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυ‐ρι‐εύ‐ω

κυριεύω, αόρ.: κυρίευσα, παθ.φωνή: κυριεύομαι, π.αόρ.: κυριεύτηκα, μτχ.π.π.: κυριευμένος

  1. γίνομαι κύριος (κυρίαρχος) κάποιου, αποκτώ εξουσία πάνω σε κάτι, κατακτώ, καταλαμβάνω
  2. (για συναισθήματα) πλημμυρίζω κάποιον και ελέγχω τη συμπεριφορά του, καταλαμβάνω
    ⮡  τον κυρίευσε ο θυμός και δεν ήξερε τι έλεγε

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη κύριος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



ζητούμενο λήμμα